- πρόοπτος
- -ον, και αττ. τ. προὖπτος, -ον, Α1. προφανής, ολοφάνερος ή αναπότρεπτος (α. «σφαῑ τε αὐτοὺς καί ἡμᾱς εἰς προὖπτον κίνδυνον καταστήσειεν», Θουκ.β. «εἰς προὖπτον αῦτὸν ἐνέβαλεν κακόν», Αριστοφ.)2. (για λίγο) σαφής («προὖπτος ἀγγέλου λόγος», Αισχύλ.)3. αυτός που διαπρέπει σε κάτι («γύναιον κάλλει σώματος πρόοπτον», Επιφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -οπτος (< θ. οπ- τού ὄπωπα), πρβλ. κάτ-οπτος, περί-οπτος].
Dictionary of Greek. 2013.